-
1 παρακτιος
3 и 2прибрежный(κέλευθος Aesch.; λειμῶνες Soph.; ψάμαθος Eur.; περιωπή Anth.)
παράκτιοι δραμεῖσθε Eur. — помчитесь к берегу -
2 παράκτιος
A on the sea-side, κέλευθος, ὁδός, A.Pr. 836, S.Fr. 905 ; ;πλάξ Phryn.
Trag.5.3 ;παράκτιοι δραμεῖσθε E.IT 1424
: in Prose, οἱ π. IG5(2).268.24 (Mantinea, i B.C.) ; also later, Agath.2.16, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκτιος
-
3 παράκτιος
-
4 παράκτιος
παρ-άκτιος, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen -
5 παράκτιος
littoral -
6 παράκτιος
nadbrzeżny przym. -
7 παράκτιος
pobřežní -
8 παράκτιος
coastalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παράκτιος
-
9 littoral
παράκτιος -
10 pobřežní
παράκτιος -
11 nadbrzeżny
παράκτιος -
12 παρακτίδιον
παράκτιοςon the sea-side: masc /fem acc sgπαράκτιοςon the sea-side: neut nom /voc /acc sgπαρακτίδιοςmasc /fem acc sgπαρακτίδιοςneut nom /voc /acc sg -
13 παρακτίων
παράκτιοςon the sea-side: fem gen plπαράκτιοςon the sea-side: masc /neut gen pl -
14 παράκτιον
παράκτιοςon the sea-side: masc acc sgπαράκτιοςon the sea-side: neut nom /voc /acc sg -
15 παρακτίαις
παράκτιοςon the sea-side: fem dat pl -
16 παρακτίους
παράκτιοςon the sea-side: masc acc pl -
17 παράκτια
παράκτιοςon the sea-side: neut nom /voc /acc pl -
18 παράκτιοι
παράκτιοςon the sea-side: masc nom /voc pl -
19 παρακτιδιος
-
20 береговой
берегов||о́йприл ἐπάκτιος, παράκτιος, παράλιος / παραποτάμιος, παρόχθιος (у берегов реки):\береговойая ли́ния ἡ ἐπάκτιος γραμμή; \береговойо́е судоходство ἡ ἀκτοπλοΐα; \береговойая артиллерия τό ἐπάκτιο[ν] πυροβολικό[ν]; \береговойая оборо́иа ἡ παράκτιος ἄμυνα; \береговойа́я охрана ἡ ἀκτοφυλακή.
См. также в других словарях:
παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… … Dictionary of Greek
παράκτιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στην ακτή: Παράκτια αλιεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακτίδιον — παράκτιος on the sea side masc/fem acc sg παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc sg παρακτίδιος masc/fem acc sg παρακτίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακτίων — παράκτιος on the sea side fem gen pl παράκτιος on the sea side masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκτιον — παράκτιος on the sea side masc acc sg παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραλία Τράπεζας — Παράκτιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τράπεζας … Dictionary of Greek
παρακτίαις — παράκτιος on the sea side fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακτίους — παράκτιος on the sea side masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκτια — παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκτιοι — παράκτιος on the sea side masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek